- πλαντάζω
- και πλαντώ / πλαντῶ, -άω, ΝΜαισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι)νεοελλ.1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά» — κοντεύει να σβήσει ή έσβησε η φωτιά εξαιτίας τής έλλειψης αέραβ) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως κατάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πλαντάσσω < πλατάσσω* (πρβλ. τάζω: τάσσω, ταράζω: ταράσσω), με έρρινο -ν- το οποίο απαντά ήδη στον μσν. τ. (για την προσθήκη έρρινου, πρβλ. μελίντακας: μελίτακας, όντας: όταν)].
Dictionary of Greek. 2013.