πλαντάζω

πλαντάζω
και πλαντώ / πλαντῶ, -άω, ΝΜ
αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια
2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά» — κοντεύει να σβήσει ή έσβησε η φωτιά εξαιτίας τής έλλειψης αέρα
β) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πλαντάσσω < πλατάσσω* (πρβλ. τάζω: τάσσω, ταράζω: ταράσσω), με έρρινο -ν- το οποίο απαντά ήδη στον μσν. τ. (για την προσθήκη έρρινου, πρβλ. μελίντακας: μελίτακας, όντας: όταν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαντάζω — πλαντάζω, πλάνταξα, πλανταγμένος βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλαντάζω — και πλαντάω πλάνταξα, πλανταγμένος 1. στενοχωρούμαι, οργίζομαι, αγαναχτώ, σκάω από στενοχώρια: Να σκάσεις, να πλαντάξεις (κατάρα). 2. διψώ, υποφέρω από δίψα: Να πλαντάξεις, να ζητάς κρύο νερό (κατάρα). 3. περιορίζομαι, κατακάθομαι, σβήνω, χάνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερωτοπλανταγμένος — η, ο αυτός που έχει πλαντάξει από έρωτα, που συνταράζεται από σφοδρό ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλανταγμένος, μτχ. παρακμ. τού πλαντάζω] …   Dictionary of Greek

  • πλάνταγμα — και πλάνταμα και πλάντασμα, το, Ν [πλαντάζω] 1. αβάσταχτη στενοχώρια από οργή, αγανάκτηση, ταραχή, έρωτα 2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους …   Dictionary of Greek

  • πλαντασμός — ο, ΝΜ [πλαντάζω] το πλάνταγμα …   Dictionary of Greek

  • πλαντώ — πλαντῶ, άω, ΝΜ βλ. πλαντάζω …   Dictionary of Greek

  • ποθοπλαντάζω — Ν 1. πλαντάζω από πόθο, αισθάνομαι σωματική δυσφορία και ψυχική αναστάτωση από έρωτα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ποθοπλανταγμένος, η, ο σκασμένος, λαχανιασμένος από ερωτικό πόθο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”